- δεσμευτήριον
- δεσμ-ευτήριον, τό,A = δεσμωτήριον, PTeb.567 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεσμευτήριον — δεσμευτήριον, το (Α) [δεσμεύω] το δεσμωτήριο … Dictionary of Greek